- σωληνοειδής
- [солиноидис] εκ. трубчатый.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σωληνοειδής — pipe shaped masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα σωλήνα νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το σωληνοειδές α) βιολ. καθεμία από τις ίνες χρωματίνης με διάμετρο 30 50 νανόμετρα που σχηματίζονται με εσπείρωση τής ίνας τού πυρηνοσώματος β) (ηλεκτρολ.) άλλη ονομασία για το πηνίο … Dictionary of Greek
σωληνοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει σχήμα σωλήνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σωληνοειδῆ — σωληνοειδής pipe shaped neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) σωληνοειδής pipe shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) σωληνοειδής pipe shaped masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδεῖ — σωληνοειδής pipe shaped masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) σωληνοειδής pipe shaped masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδεῖς — σωληνοειδής pipe shaped masc/fem acc pl σωληνοειδής pipe shaped masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδές — σωληνοειδής pipe shaped masc/fem voc sg σωληνοειδής pipe shaped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδέσι — σωληνοειδής pipe shaped masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδῶν — σωληνοειδής pipe shaped masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνοειδῶς — σωληνοειδής pipe shaped adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωληνάριο — το / σωληνάριον, ΝΜΑ, και σωληνάρι και σουληνάρι Ν μικρός σωλήνας νεοελλ. σωληνοειδής θήκη για φάρμακα, κρέμες και αλοιφές μσν. σωληνοειδής, κυλινδρική φαρέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σωλήν, ῆνος + κατάλ. άριον (πρβλ. θηκ άριον)] … Dictionary of Greek